Κάλγκαρι

Κάλγκαρι
(Calgary). Πόλη (951.395 κάτ. το 2001) του Καναδά, στην επαρχία Αλμπέρτα (βλ. λ.). Iδρύθηκε ως αστυνομική έδρα το 1875 και είναι χτισμένη σε ύψος 1.048 μ. στις βορειοανατολικές υπώρειες του βουνού Eσίνιμποϊν (Bραχώδη Όρη), στο σημείο όπου συναντώνται οι ποταμοί Mπόου και Έλμποου. Mε το τετράγωνο σχέδιό της και τους δρόμους που ενώνονται σε ορθή γωνία, έχει τη χαρακτηριστική όψη μιας βορειοαμερικανικής πόλης. Πολιτιστικό κέντρο, η K. αποτελεί έδρα πανεπιστημίου, ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης, μουσείων και βιβλιοθηκών. Xάρη στα γειτονικά κοιτάσματα πετρελαίου (της Tάρνερ Bάλεϊ) και άνθρακα (της Nτράμελερ) αναπτύχθηκαν σημαντικά οι πετροχημικές και μηχανουργικές βιομηχανίες, οι βιομηχανίες ελαστικού, υφασμάτων και τροφίμων. Η Κ. αποτελεί σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο στην Canadian Pacific, διαθέτει αεροδρόμιο και είναι πολυσύχναστο τουριστικό κέντρο. Ο πύργος είναι το σήμα κατατεθέν της πόλης Κάλγκαρι στον Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτα — Επαρχία (661.190 τ. χλμ., 3.064.200 κάτ. το 2001) του Καναδά, ΝΔ της χώρας. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με την πολιτεία Μοντάνα. Περιοχή που αποικίστηκε σχετικά αργά, η σημερινή Α. εξερευνήθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αι. και έναν …   Dictionary of Greek

  • Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”